Έθιμα το μήνα Ιανουάριο |
Έθιμα & Παραδόσεις | |
Ήθη και Έθιμα το μήνα ΙανουάριοΣτη Κύθνο και τη Νάξο την παραμονή του Αγίου Βασιλείου τρώνε σιτάρι βρασμένο με μέλι.Χίλια φαγητά και να ‘χουνε, και μαγιεριά στο τραπέζι, τρώνε καλαμπόκι, σιτάρι και φασούλια μαζί μαγειρεμένα. Πρέπει να φάνε τούτα τα καλούδια, γιατί αλλιώς αν δεν φάνε, πιάνει ψείρες το γέννημά τους. Στη Σκύρο, οι παλιοί μυλωνάδες, ρίχνουνε την Πρωτοχρονιά μες την τρύπα του μύλου, σταφίδες, σύκα, καρύδια, για να φιλέψουν το στοιχειό που βγαίνει κάτω από το ζουρειό του μύλου. Θα πάνε και ένα λαήνι με νερό, θα τα ακουμπήσουν όλα πάνω σ' ένα τριπόδι και θα τα αφήσουν όλη νύχτα, να έρθει ο Αη Βασίλης να βρεί το μύλο δροσισμένο και γλυκαμένο . Επίσης οι βαρκάρηδες την Πρωτοχρονιά , πάνε στη βάρκα γλυκά, ρόδι, της ρίχνουν και λεπτά να την ασημώσουν. Στην Αγιάσο της Λέσβου, όλη τη νύχτα αφήνουν το τραπέζι στολισμένο με κλαδιά, ενώ από νωρίς χώνουν ένα κούτσουρο μακρύ στη καπνοδόχο για να έχει σκαλοπάτι ο Άγιος Βασίλειος που θα κατεβεί. Το ποδαρικόΣε πολλά μέρη της Ελλάδας μας το ποδαρικό το κάνει ο ίδιος ο νοικοκύρης ή ο πρωτότοκος γιος ή ένα τυχερό παιδί. Έθιμο παμπάλαιο με διάφορες μορφές στα διάφορα μέρη της πατρίδας μας και σε άλλους λαούς. Το εξέταζαν ποιος θα πρωτομπεί στο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Να είναι γουρλής (να φέρει γούρι) και όχι κακορίζικος. Βρίσκονταν σε δεισιδαιμονική αναμονή να πρωτοδούν και να πρωτακούσουν κάτι καλό, κάτι ευοίωνο.Στη Δωρίδα ποδαρικό κατά προτίμηση έκαναν τα παιδιά με την προτροπή της γιαγιάς που έλεγε και ξαναέλεγε: «ταχιά, που είνι προυτουχρουνιά, θα πάτι τς μπαρμπάδις σας να τς κάμτι πουδαρκό. Θα σας φλέψ' τγανίτις». Και ξεκινάγαν ξημέρωμα πρωτοχρονιάς με το φτωχό γλυκό στο τσίγκινο πιάτο τυλιγμένο στην υφαντή πετσέτα να κάνουνε ποδαρικό. Σαν φτάνανε στο συγγενικό σπίτιτου μπάρμπα, κάθονταν κατάχαμα σταυροπόδι για να κλωσήσει η κλώσα, σύμφωνα με το έθιμο. Οι ευχές στον τσοπάνο μπάρμπα ήταν: «T' αρνοκάτσικά σας θηλυκά, τα παιδιά σας σερνικά». H θειά έβαζε σ' ένα πιάτο τηγανίτες με πετιμέζι. Και η ευχή τα θηλυκά πράματα, για να αβγατίζουν. Αλλά τα παιδιά σερνικά! Άλλο τα παιδιά κι άλλο τα κορίτσια («έχω δύο παιδιά και τρία κορίτσια») έλεγε ο γονιός. Πονοκέφαλος η θηλυκοσπορά μαζί με τη φτώχεια. Kι ο καημός αυτός έκανε τον καθένα να καρτερεί την ευχή της πρωτοχρονιάς! Στην Αμοργό το ποδαρικό το κάνει ένας του σπιτιού, καθώς γυρίζει από την εκκλησία με ένα εικονισματάκι στο χέρι. Μπαίνει δύο βήματα στο σπίτι λέγοντας: "Μέσα καλό". Γυρίζει πάλι δύο, τρία βήματα πίσω και ξαναλέει: "Κιόξω το κακό". Τούτο το κάνει τρεις φορές. Ρίχνει έπειτα ένα ρόδι να σπάσει μέσα στο σπίτι. Κατόπιν μια δαχτυλιά μέλι όλοι, για να είναι γλυκιά η ζωή τους όλο το χρόνο, και αμέσως μετά βάζουνε και τρώνε καλούδια για χάρη του Αγίου Βασίλη. Στην Καστοριά φωνάζουν ένα παιδί που έχει καλό ποδαρικό και το βάζουνε με την <τζουμάγια > (ξύλο με κόμπο κάτω) να ανακατώσει τη φωτιά, ενώ λέει: "Αρσενικά παιδιά, θηλυκά αρνιά". Στο Λασίθι, ο ξένος που θα μπει πρώτος στο σπίτι, βαστά μια πέτρα και τη βάζει στη μέση του σπιτιού, καθίζει επάνω και λέει: "Καλημέρα στην αφεντιά σας καλή Αγία Αρχιμηνιά. Όσο βάρος έχει τούτη εδώ η πέτρα τόσο χρυσάφι να μπαίνει στο σπιτικό σας." Στην Κάρπαθο του Αγίου Βασιλείου βάζουν άσπρο σκύλο πρωί πρωί μες το σπίτι για το καλό και του δίνουνε να φάει μπακλαβά . Τούτο το κάνουν για να σκυλιάσει το σπίτι και θεριέψουν οι άνθρωποί του. Στη Λήμνο, βάζουν στο τραπέζι ρόδι, για να είναι όπως το ρόδι γεμάτο. Βάζουν γλυκίσματα και το μέλι απαραίτητο καθώς και τηγανόπιτες . Το τραπέζι στολισμένο το αφήνουν όλη μέρα. Στην Κορώνη τ'Αγιο Βασιλείου δεν σφάζουν κότα, γιατί η κότα , καθώς σγαρλάει το χώμα διώχνει τα καλά του σπιτιού κατά πίσω. Σφάζουν γουρούνι που τα σπρώχνει μπρος του, ή κατσίκι που τα τρώει όλα όσα του ρίχνουν. Στην όμορφη Φωκίδα χαράματα πρωτοχρονιάς, η μάνα έστελνε το μεγάλο παιδί στην κοντινή βρύση να φέρει νερό. H ευχή που έλεγαν ήταν απαραίτητη σύμφωνα με το έθιμο: «καλημέρα βρυσούλας και χρόνια πολλά. Όπως τρέχει το νεράκι έτσ να τρέχνι κι' τα καλούδια στου σπίτ' ούλου του χρόνου». Aπ' το νερό αυτό θα πλενόταν όλη η οικογένεια και θα έπινε για το καλό του χρόνου. Φρόντιζαν δε την ημέρα αυτή να είναι καθαροί και φρόνιμοι, γιατί ό,τι έκανες εκείνη τη μέρα θα το έκανες όλο το χρόνο. Την 1η του Γενάρη οι Βυζαντινοί, με το πρώτο λάλημα του πετεινού, βγαίναν μπροστά στις πόρτες των σπιτιών τους και κρεμούσαν κλαδιά από δάφνη και άλλα δέντρα, καθώς επίσης και στεφάνια από λουλούδια. Επίσης η ανταλλαγή δώρων συνηθίζεται σε όλη την Ελλάδα και θεωρείται ότι φέρνει χαρά για όλη τη χρονιά. Η Βασιλόπιτα έθιμο της ΠρωτοχρονιάςΚόβεται και μοιράζεται τελετουργικά: σταυρώνεται με το μαχαίρι, απ' τον νοικοκύρη του σπιτιού, χαράσσεται στα 4 και αποδίδεται το πρώτο κομμάτι στο Χριστό, το 2δεύτερο στον Αγιο Βασίλη, το τρίτο στο σπίτι και το υπόλοιπο στα μέλη της οικογένειας. Το φλουρί (νόμισμα) θα δείξει τον ευνοούμενο της νέας χρονιάς.Η παράδοση λέει: Όταν ο Αγ. Βασίλειος ήταν επίσκοπος στην Καισαρεία, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε μα σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. "Σας προτρέπω ευθύς, τους είπε εκείνος, να μου φέρει έκαστος ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει". Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι, κι ο Άγιος Βασίλειος θέλησε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος, γιατί πολλοί είχαν προσφέρει όμοια αντικείμενα, όπως δαχτυλίδια, νομίσματα. Ο Άγιος Βασίλειος τότε διέταξε να κατασκευαστούν το βράδυ του Σαββάτου «πλακούντια» (μικρές πίτες) και μέσα στο καθένα έβαλε από ένα αντικείμενο και την επόμενη ημέρα έδωσε από ένα σε κάθε χριστιανό. Μέσα στο πλακούντιό του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα. Το νόμισμα έχει το καθορισμένο συμβολισμό του για μας τους ορθοδόξους. Το ασημένιο ή χρυσό χρώμα του θεωρείται ότι είναι κατά της βασκανίας, το ψωμί είναι η γονική δύναμη για τα κτήματα του σπιτιού, ο δε σταυρός αντιπροσωπεύει την θεϊκή προστασία. οι Αράπηδες στην Καβάλα, 7 ΙανουαρίουΣτο χωριό Νικήσιανη Καβάλας, οι κάτοικοι μεταμφιέζονται την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ιωάννου στις 7 Ιανουαρίου, σε Αράπηδες. Στο πρόσωπο φορούν μάσκα από δέρμα μαύρου τράγου, πολύ ψηλή, γεμισμένη με φύλλα καλαμποκιού για να στέκεται όρθια.Οι Αράπηδες που ονομάζονται έτσι από τα μαύρα πανωφόρια τους, φορούν μάλλινο άσπρο παντελόνι, το «μπινιβράκι» όπως το λένε, και τυλίγουν τα πόδια τους από τα γόνατα μέχρι τον αστράγαλο με υφαντό μάλλινο ύφασμα, σχηματίζοντας έτσι τα «καλτσούνια». Στα πόδια φορούν «γουρουνοτσάρουχα» που τα δένουν με δερμάτινα λουριά και τα τυλίγουν σφιχτά γύρω από τα καλτσούνια. Φορούν ακόμα μια πλεχτή μάλλινη φανέλα με μανίκια κι από πάνω της βάζουν μια πολύ χοντρή και μακριά μαύρη τσοπάνικη κάπα, φτιαγμένη από μαλλί προβατίνας. Στην πλάτη τους, κάτω από την κάπα, βάζουν πολλά φύλλα από καλαμπόκι, για να σχηματίσουν την καμπούρα τους. Στη μέση τους δένουν μ' ένα χοντρό σχοινί 4 κουδούνια και στο χέρι κρατούν ένα μεγάλο ξύλινο μαχαίρι. Οι Αράπηδες μαζεύονται παρέες-παρέες και γυρίζουν στους δρόμους του χωριού. Χορεύουν, κουνούν τα ξύλινα μαχαίρια τους και βροντούν δυνατά τα κουδούνια τους. Απ' όπου περάσουν τους κερνούν τσίπουρο και κρασί. Συνήθως σε κάθε ομάδα μπαίνει αρχηγός ένας φουστανελάς. Αρκετές φορές, καθώς προχωρούν, αφήνουν κάτω τα ξύλινα μαχαίρια τους και αρχίζουν να χοροπηδούν γύρω-γύρω. Ύστερα 2 απ' αυτούς μονομαχούν με τα μαχαίρια τους και ξαφνικά ο ένας πέφτει κάτω, τάχα ότι σκοτώθηκε. Τότε οι άλλοι χορεύουν γύρω του και σε λίγο αυτός ζωντανεύει και σηκώνεται ξανά. Το ζωντάνεμα αυτό συμβολίζει το ξανάνιωμα της φύσης. Οι Αράπηδες αφού γυρίσουν πολλές φορές στους δρόμους του χωριού, στο τέλος πηγαίνουν στην κεντρική πλατεία και χορεύουν, καθώς τα όργανα παίζουν. Γύρω είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι κάτοικοι του χωριού. έθιμα Θεοφανίων 6 Ιανουαρίου,κατάδυση του ΣταυρούΗ ανανέωση του κόσμου άρχιζε από την ανανέωση των υδάτων-πρακτικά με την εκκένωση των αγγείων με νερό την παραμονή των Θεοφανίων, συμβολικά με τον αγιασμό των υδάτων με την κατάδυση του σταυρού στο νερό. . «Μερικές γυναίκες πλένουν στα αγιασμένα νερά της θάλασσας τις εικόνες του σπιτιού». Αυτός που έβρισκε το σταυρό, ήταν ο τιμημένος του χωριού και το περιέφερε στα σπίτια για προσκύνημα και για χρηματικές προσφορές.Σε πολλά μέρη της Ελλάδας το έλεγαν «κουμπάρο» ή «νουνό», στον Πόντο «δεξάμενο». Τα Θεοφάνια επαναλαμβάνεται η βάπτιση του Χριστού. Τα περιστέρια γίνονται το πνεύμα του Θεού. Ο σταυρός που πέφτει στο νερό είναι ο ίδιος ο Χριστός & ο ήρωας της ημέρας γίνεται «νονός» του Χριστού, αφού η παράδοση θέλει ο κάθε βαφτισμένος να έχει και τον ανάδοχό του. Όλοι οι λαοί του ορθόδοξου κόσμου απέδιδαν μεγάλη δύναμη στο αγιασμένο, ανανεωμένο νερό. Έπλεναν στη θάλασσα τις εικόνες του σπιτιού και της εκκλησίας, οι γεωργοί «ανανέωναν» μ' αυτό τα εργαλεία τους. Το νερό του μεγάλου αγιασμού το έφερναν στο σπίτι κι έπιναν όλοι απ' αυτό, ράντιζαν μ' ένα κλαδί ελιάς ή βασιλικού όλους τους χώρους του σπιτιού, τους στάβλους, τα ζώα, τα δέντρα και τα άλλα φυτά για να καρποφορήσουν και να μην αρρωσταίνουν, τα χωράφια και τα αμπέλια για να τα προφυλάξουν από ασθένειες, ακόμα και τα βαρέλια του κρασιού. Τον αγιασμό τον θεωρούσαν πανάκεια, πίστευαν ότι μπορεί να θεραπεύσει τη θερμασιά και την ελονοσία, τον φύλαγαν στο εικονοστάσι όλο τον χρόνο και τον χρησιμοποιούσαν για να γιατρεύουν διάφορες ασθένειες. Το χριστόξυλοΒαθιά ήταν και η πανάρχαια πίστη στη δύναμη της φωτιάς να εξαγνίζει αλλά και να αποτρέπει το κακό. Έτσι στα χωριά φρόντιζαν να καίει όλο το Δωδεκαήμερο ένα κούτσουρο στο τζάκι που λέγανε «Δωδεκαμερίτη», «Χριστόξυλο», από αγκαθωτό δέντρο, για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη. Ξημερώματα παραμονής Θεοφανίων ράντιζαν με τη στάχτη του το σπίτι και την περιοχή του, τρέποντας σε φυγή κάθε πονηρό δαιμόνιο.Αγριοκρέμμυδο ή Αγιοβασιλίτσα (σκίλλη η παραθαλάσσια)Έφερναν και φέρνουν στο σπίτι για την Πρωτοχρονιά το βολβοφόρο φυτό για καλοτυχία.Την κρεμούν στις εξώπορτες των σπιτιών, «κατά του βασκάνου οφθαλμού». Η μέρα της Μπάμπως, 8 ΓενάρηΣτις 8 του Γενάρη στη Μονοκκλησιά, αλλά και σε άλλα χωριά της Βόρειας κυρίως Ελλάδας γιορτάζουν την μέρα της Μπάμπως. [Η Μπάμπω, στα αρχαία Βαυβώ/ Ιάμβη, ξεγεννούσε κάθε χρόνο το νέο Βρέφος Ίακχο / Βάκχο]. Οι μεθυσμένες Θρακιώτισσες, με σκωπτικά και αισχρά άσματα προσφέρουν καρότα στην Μπάμπω / Βαυβώ.Πρωί-πρωί οι γυναίκες με την ιδιότυπη ενδυμασία τους πηγαίνουν στο σπίτι της πιο ηλικιωμένης γυναίκας, της μπάμπως (μπάμπω= γριά ή μαμή) , που είναι και το τιμώμενο πρόσωπο της μέρας, και, αφού τη βρέχουν με βασιλικό και τη βάζουν να τάξει, της προσφέρουν δώρα. Ύστερα την τοποθετούν πάνω σε ένα αμάξι, κατάλληλα μετασκευασμένο και στολισμένο. Και τη γυρίζουν στους δρόμους του χωριού χορεύοντας στο ρυθμό της παραδοσιακής γκάιντας. Ακολουθεί το γλέντι που το μεσημέρι μεταφέρετε ξέφρενο στην κεντρική πλατεία του χωριού. Οι θρακιώτικοι χοροί, το Ζουναράδικο και η Μπαϊντούσκα έρχονται πρώτοι , και έπονται ο συρτός και ο καρσιλαμάς. Μην τολμήσει κάποιο αντρικό πόδι να παραβιάσει τα σύνορα, που έχουν ορίσει με σχοινί γύρω από την πλατεία! Τον περιμένει κατάβρεγμα μέχρι το κόκαλο. Αλλες γυναίκες ντυμένες με αντρικές ενδυμασίες ασχολούνται με καθαρά αρρενωπές δουλειές. Παράλληλα οι άντρες στα σπίτια αναγκάζονται να κάνουν τις εργασίες του σπιτιού, αφού η νοικοκυρά λείπει για μια μέρα από αυτό. Η διασκέδαση και το συμπόσιο, συνεχίζεται το σούρουπο μέσα στο οίκημα του συλλόγου των γυναικών σε αυστηρά περιορισμένο κύκλο των παντρεμένων γυναικών μέχρι τα ξημερώματα της επομένης μακριά από κάθε αδιάκριτο μάτι και χωρίς την αντρική παρουσία. Οι οργανοπαίκτες είναι χωρισμένοι από ένα προπέτασμα, για να μην βλέπουν ότι γίνεται. Οι ρίζες όμως του εθίμου πρέπει να αναζητηθούν πολύ πιο παλιά και πιθανόν στην αρχαιότητα. Ίσως ξεκίνησε από τη λατρεία κάποιας αρχαίας θεότητας της γονιμότητας. Οι γυναίκες στην αρχαιότητα πρόσφεραν θυσίες στην Γενετυλλίδα , Αττική θεότητα της γονιμότητας και του τοκετού, η γιορτή που γινόταν προς τιμή της χαρακτηριζόταν ως γιορτή των γυναικών. Το έθιμο αυτό φαίνεται πως πρωτάρχισε με τιμώμενο πρόσωπο τη μαμή, που αποτελούσε αξιόλογο μέλος της κοινωνίας του χωριού, και από έλλειψη μαμής , τη θέση της πήρε η γεροντότερη γυναίκα του χωριού. πηγή μας |
Σχόλια