Λαογραφία Δεκεμβρίου
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
ΒΑΧΤΣΑΒΑΝΗΣ Π
Στο ρωμαϊκό
ημερολόγιο του Ρωμύλου ήταν ο 10ος μήνας (ντέτσεμ = δέκα)
κι έχει 31 ημέρες. Η 21η του μήνα είναι η μικρότερη ημέρα
του χρόνου, το «χειμερινό ηλιοστάσιο». Αντιστοιχεί προς τον
Ποσειδώνα των αρχαίων. Θεωρείται ο ψυχρότερος μήνας του χρόνου.
Λέγεται Χριστουγεννάς ή Χριστουγεννάρης ή Χριστουγεννιάτης (λόγω της
μεγάλης γιορτής της χριστιανοσύνης), Γιορτινός (λόγω των πολλών
θρησκευτικών γιορτών), Αϊ-Νικολιάτης ή Παππού-Νικόλας ή
Νικολοβάρβαρα (από τη γιορτή του Αγ. Νικολάου & της Αγ. Βαρβάρας),
Άσπρος μήνας ή Ασπρομηνάς, και Χιονιάς. Στη Μεσσηνία επιθυμούν πολλά
χιόνια την ημέρα των Χριστουγέννων, που τα ονομάζουν Χριστόχιονα.
Αρέσει πολύ στα παιδιά ο Δεκέμβρης, για τα χιόνια, τον χιονοπόλεμο,
τον χιονάνθρωπο, τις διακοπές των σχολείων, τα κάλαντα και τα δώρα.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
Επιδιόρθωση στάβλων.
Καθάρισμα χωραφιών από θάμνους.
Φυτεύουμε κρεμμυδάκια.
Σκέπασμα κυψελών.
Αρχίζει η γαλακτοπαραγωγή.
Τελειώνει το καθάρισμα του κρασιού κι ανοίγουν τα βαρέλια.
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ: Τους συναντάμε με πολλά ονόματα: καλιβρούσηδες, καλακάντζουρα, λυκοκάντζαροι, κακανθρωπίσματα, παγανά & εξαποδώ.
Όντα δαιμονικά, άσχημοι, μαύροι, με μάτια κόκκινα, τριχωτοί, με πόδια τραγίσια, ήταν τα κυρίαρχα όντα του Δωδεκαημέρου, πειράζοντας τους ανθρώπους από την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν αφήνοντας τα έγκατα της γης, έβγαιναν στο απάνω κόσμο, μέχρι την παραμονή των Θεοφανίων, οπότε περίτρομοι έφευγαν στην παρουσία του παπά που άγιαζε. Όλο τον χρόνο πολεμούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη, όταν όμως πλησιάζει η στιγμή που θα το κόψουν τελείως, μια τσεκουριά μένει, βγαίνουν στη γη να κάνουν σκανδαλιές, περιμένοντας ότι θα πέσει πια μόνο του, όμως γεννάται ο Χριστός και αμέσως το δέντρο ξαναγίνεται.
Μπαίνουν στα σπίτια απ' τις καμινάδες που η φωτιά τους έχει σβήσει.
Αρχηγός τους είναι ο Μαντρακούκος, που είναι κουτσός κι άγριος και ο πιο επικίνδυνος απ' όλη την ομάδα. Ακολουθεί ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, ο οποίος μαγαρίζει όλα τα φαγητά και τα γλυκά. Επίσης έρχεται ο Κωλοβελόνης, που είναι αδύνατος και σουβλερός σα μακαρόνι και περνά από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες. Άλλος είναι ο Κοψαχείλης με τεράστια κοφτερά δόντια, που κρέμονται από το στόμα του. Κανένας δεν μοιάζει με τον άλλο και έχει ο καθένας το κουσούρι του.
Για να εξευμενίσουν οι άνθρωποι τα πειρακτικά αυτά πλάσματα, άφηναν γλυκά σ' ένα σημείο του σπιτιού ή προσπαθούσαν να τα κάνουν ακίνδυνα, με διάφορους τρόπους. Τοποθετούσαν π.χ. ένα κόσκινο μπροστά από την πόρτα του σπιτιού, ώστε μέχρι να μετρήσει ο καλικάντζαρος από περιέργεια τις τρύπες, να λαλήσει ο πετεινός, οπότε αυτοί έτρεχαν να εξαφανιστούν.
Το αποτελεσματικότερο μέσο για να κρατηθούν μακριά οι καλικάντζαροι και κάθε άλλο δαιμόνιο θεωρήθηκε η φωτιά. Γι' αυτό και όλο το Δωδεκαήμερο έμενε συνεχώς το τζάκι αναμμένο και μάλιστα με ξύλα αγκαθωτά (για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη). Παλιά οι γιαγιάδες έκαιγαν στα τζάκια παλιοτσάρουχα. Η άσχημη μυρωδιά τους έκανε τους καλικάντζαρους να φεύγουν.
Την ημέρα των Θεοφανίων πρέπει να φύγουν. Όταν ο παπάς αγιάζει φωνάζουν:
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
Επιδιόρθωση στάβλων.
Καθάρισμα χωραφιών από θάμνους.
Φυτεύουμε κρεμμυδάκια.
Σκέπασμα κυψελών.
Αρχίζει η γαλακτοπαραγωγή.
Τελειώνει το καθάρισμα του κρασιού κι ανοίγουν τα βαρέλια.
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ: Τους συναντάμε με πολλά ονόματα: καλιβρούσηδες, καλακάντζουρα, λυκοκάντζαροι, κακανθρωπίσματα, παγανά & εξαποδώ.
Όντα δαιμονικά, άσχημοι, μαύροι, με μάτια κόκκινα, τριχωτοί, με πόδια τραγίσια, ήταν τα κυρίαρχα όντα του Δωδεκαημέρου, πειράζοντας τους ανθρώπους από την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν αφήνοντας τα έγκατα της γης, έβγαιναν στο απάνω κόσμο, μέχρι την παραμονή των Θεοφανίων, οπότε περίτρομοι έφευγαν στην παρουσία του παπά που άγιαζε. Όλο τον χρόνο πολεμούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη, όταν όμως πλησιάζει η στιγμή που θα το κόψουν τελείως, μια τσεκουριά μένει, βγαίνουν στη γη να κάνουν σκανδαλιές, περιμένοντας ότι θα πέσει πια μόνο του, όμως γεννάται ο Χριστός και αμέσως το δέντρο ξαναγίνεται.
Μπαίνουν στα σπίτια απ' τις καμινάδες που η φωτιά τους έχει σβήσει.
Αρχηγός τους είναι ο Μαντρακούκος, που είναι κουτσός κι άγριος και ο πιο επικίνδυνος απ' όλη την ομάδα. Ακολουθεί ο Μαγάρας, με την τεράστια κοιλιά του, ο οποίος μαγαρίζει όλα τα φαγητά και τα γλυκά. Επίσης έρχεται ο Κωλοβελόνης, που είναι αδύνατος και σουβλερός σα μακαρόνι και περνά από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες. Άλλος είναι ο Κοψαχείλης με τεράστια κοφτερά δόντια, που κρέμονται από το στόμα του. Κανένας δεν μοιάζει με τον άλλο και έχει ο καθένας το κουσούρι του.
Για να εξευμενίσουν οι άνθρωποι τα πειρακτικά αυτά πλάσματα, άφηναν γλυκά σ' ένα σημείο του σπιτιού ή προσπαθούσαν να τα κάνουν ακίνδυνα, με διάφορους τρόπους. Τοποθετούσαν π.χ. ένα κόσκινο μπροστά από την πόρτα του σπιτιού, ώστε μέχρι να μετρήσει ο καλικάντζαρος από περιέργεια τις τρύπες, να λαλήσει ο πετεινός, οπότε αυτοί έτρεχαν να εξαφανιστούν.
Το αποτελεσματικότερο μέσο για να κρατηθούν μακριά οι καλικάντζαροι και κάθε άλλο δαιμόνιο θεωρήθηκε η φωτιά. Γι' αυτό και όλο το Δωδεκαήμερο έμενε συνεχώς το τζάκι αναμμένο και μάλιστα με ξύλα αγκαθωτά (για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη). Παλιά οι γιαγιάδες έκαιγαν στα τζάκια παλιοτσάρουχα. Η άσχημη μυρωδιά τους έκανε τους καλικάντζαρους να φεύγουν.
Την ημέρα των Θεοφανίων πρέπει να φύγουν. Όταν ο παπάς αγιάζει φωνάζουν:
«Φεύγετε, να
φεύγουμε, γιατί θα 'ρθει ο παπάς
με την
αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του»
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ:
Τα κάλαντα, όπως
ξέρουμε, είναι τα δημώδη εορταστικά και θρησκευτικά άσματα, που
τραγουδούσαν κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων και της
Πρωτοχρονιάς.
Από τη βυζαντινή εποχή ψέλνονταν κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και σήμερα, από συντροφιές παιδιών, που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έπαιρναν φιλοδωρήματα.
Η λέξη «κάλαντα» προέρχεται από το λατινικό CALENDA, που σημαίνει πρώτη εκάστου μηνός. Το δε γνωστό «εις τας ελληνικάς καλένδας» είναι ίσον με το «ουδέποτε», γιατί οι Έλληνες δεν είχαν καλένδας», αλλά μόνον οι Ρωμαίοι. Από κει προήλθε και η νέα λέξη κάλαντα, που ψέλνονται κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς.
Τα σημερινά κάλαντα, που ψέλνονται, καθώς και τα λοιπά θρησκευτικά άσματα, έχουν στενή συγγένεια με την αρχαία λατρεία ή τα παλαιά έθιμα της ομηρικής εποχής και των μετέπειτα χρόνων. Έχουν το ίδιο θέμα προς τα σημερινά κάλαντα, ως προς την σύνθεση, τον χαρακτήρα και την ουσία των συναισθημάτων που εκδηλώνονται. Η διαφορά μεταξύ των σημερινών και των αρχαίων σχετικών τραγουδιών είναι, ότι ο τρόπος της εκδηλώσεως των σημερινών είναι πιο ζωηρός. Το αξιοπερίεργο είναι ότι τόσο στα αρχαία όσο και στα σημερινά τραγούδια, οι έπαινοι και τα εγκώμια είναι ίδια και ίδιες οι ευχές για την ευτυχία του σπιτιού, που απευθύνονται από τους μικρούς ψάλτες της πατρίδας μας.
Τα παιδιά από νωρίς άρχιζαν, συντροφιές - συντροφιές να περιέρχονται τα σπίτια, για τα κάλαντα και να φιλοδωρούνται με πεντάρες, δεκάρες και σπάνια εικοσάλεπτα, τα οποία τότε είχαν αξία. Αργότερα τα φιλοδωρούσαν πενηντάλεπτα ή δραχμές. Τους πρόσφεραν επί πλέον και γλυκίσματα.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, μετά τη λειτουργία και πάλιν θα περιέλθουν όλα τα σπίτια - εκτός από εκείνα που είχαν πένθος. Την βασιλόπιτα την έκοβαν το μεσημέρι, οπότε και μοιράζονταν τα δώρα στα παιδιά. Λίγες οικογένειες, μετά τα μεσάνυκτα, με την ανατολή του νέου έτους και αφού έσβηναν και άναβαν τα φώτα και έψαλλαν τα κάλαντα όλοι οι παρευρισκόμενοι «εν χορώ» και αφού αντάλλαζαν τις αρμόζουσες ευχές, έκοβαν τη βασιλόπιτα, σε τόσα τεμάχια όσα και τα παριστάμενα πρόσωπα. Ενώ η πίττα που θα έκοβαν το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς περιοριζόταν στα μέλη της οικογενείας και μόνον. Συντροφιές νέων περιέρχονταν τα σπίτια και έψαλλαν τα κάλαντα του αγίου Βασιλείου με ανάλογα παινέματα, με επωδό: «Εμείς δεν ήρθαμε εδώ να φάμε και να πιούμε Μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε».
Από τη βυζαντινή εποχή ψέλνονταν κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και σήμερα, από συντροφιές παιδιών, που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έπαιρναν φιλοδωρήματα.
Η λέξη «κάλαντα» προέρχεται από το λατινικό CALENDA, που σημαίνει πρώτη εκάστου μηνός. Το δε γνωστό «εις τας ελληνικάς καλένδας» είναι ίσον με το «ουδέποτε», γιατί οι Έλληνες δεν είχαν καλένδας», αλλά μόνον οι Ρωμαίοι. Από κει προήλθε και η νέα λέξη κάλαντα, που ψέλνονται κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς.
Τα σημερινά κάλαντα, που ψέλνονται, καθώς και τα λοιπά θρησκευτικά άσματα, έχουν στενή συγγένεια με την αρχαία λατρεία ή τα παλαιά έθιμα της ομηρικής εποχής και των μετέπειτα χρόνων. Έχουν το ίδιο θέμα προς τα σημερινά κάλαντα, ως προς την σύνθεση, τον χαρακτήρα και την ουσία των συναισθημάτων που εκδηλώνονται. Η διαφορά μεταξύ των σημερινών και των αρχαίων σχετικών τραγουδιών είναι, ότι ο τρόπος της εκδηλώσεως των σημερινών είναι πιο ζωηρός. Το αξιοπερίεργο είναι ότι τόσο στα αρχαία όσο και στα σημερινά τραγούδια, οι έπαινοι και τα εγκώμια είναι ίδια και ίδιες οι ευχές για την ευτυχία του σπιτιού, που απευθύνονται από τους μικρούς ψάλτες της πατρίδας μας.
Τα παιδιά από νωρίς άρχιζαν, συντροφιές - συντροφιές να περιέρχονται τα σπίτια, για τα κάλαντα και να φιλοδωρούνται με πεντάρες, δεκάρες και σπάνια εικοσάλεπτα, τα οποία τότε είχαν αξία. Αργότερα τα φιλοδωρούσαν πενηντάλεπτα ή δραχμές. Τους πρόσφεραν επί πλέον και γλυκίσματα.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, μετά τη λειτουργία και πάλιν θα περιέλθουν όλα τα σπίτια - εκτός από εκείνα που είχαν πένθος. Την βασιλόπιτα την έκοβαν το μεσημέρι, οπότε και μοιράζονταν τα δώρα στα παιδιά. Λίγες οικογένειες, μετά τα μεσάνυκτα, με την ανατολή του νέου έτους και αφού έσβηναν και άναβαν τα φώτα και έψαλλαν τα κάλαντα όλοι οι παρευρισκόμενοι «εν χορώ» και αφού αντάλλαζαν τις αρμόζουσες ευχές, έκοβαν τη βασιλόπιτα, σε τόσα τεμάχια όσα και τα παριστάμενα πρόσωπα. Ενώ η πίττα που θα έκοβαν το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς περιοριζόταν στα μέλη της οικογενείας και μόνον. Συντροφιές νέων περιέρχονταν τα σπίτια και έψαλλαν τα κάλαντα του αγίου Βασιλείου με ανάλογα παινέματα, με επωδό: «Εμείς δεν ήρθαμε εδώ να φάμε και να πιούμε Μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε».
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ:
Καλήν
ημέρα άρχοντες, κι αν είναι ο ορισμός σας,
Χριστού τη
θεία γέννηση, να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός
γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Οι ουρανοί
αγάλλονται, χαίρετ' η φύσις όλη.
Εν τω
σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο Βασιλεύς
των ουρανών, ο ποιητής των όλων.
Πλήθος
αγγέλων ψάλλουσι το Δόξα εν Υψίστοις
και τούτο
άξιον εστί, η των ποιμένων πίστις.
Εκ της
Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο
λαμπρό τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.
Έφθασαν
στην Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτούσιν,
Που
εγγενήθη ο Χριστός να παν΄ να τον ιδούσιν.
Όταν ο
Ηρώδης τάμαθε αμέσως εταράχθη,
γιατί πολύ
φοβήθηκε δια την βασιλείαν,
μη του την
πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν.
Κι αμέσως
εδιάτεξε σφαγή να γίνει αγρία
Τα βρέφη
όλα να σφαγούν εις πόλιν την αγία.
Αλλ΄
άγγελος εξ ουρανού είπε στην Παναγίαν,
Για ν΄
αποφύγη του κακού Ηρώδη την μανίαν.
Πάρε το
βρέφος το ιερόν και φρόντισε να πάτε,
Εις Αίγυπτον
εκεί μακρυά κι εκεί να ησυχάστε.
Σ' αυτό το
σπίτι το ψηλό, πέτρα να μην ραγίσει
κι ο
νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ:
Αρχιμηνιά
κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή
καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος
Αρχή που
βγήκε ο Χριστός, άγιος και πνευματικός
στη γη να
περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος
Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται
Από την
Καισαρεία, συ σ' αρχόντισσα κυρία.
Βαστά
εικόνα και χαρτί, ζαχαροπλάστη ζυμωτή
χαρτί και
καλαμάρι, δες και με-δες και με το παλικάρι.
Το
καλαμάρι έγραφε, την μοίρα του την έλεγε
Και το
χαρτί εμίλιε, άσπρε μου χρυσέ μου κρίνε.
-Βασίλη
πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις
Και δεν
μας συντυχαίνεις;
-Από της
μάνας μου έρχομαι, το λέω και δεν ντρέπομαι
και στο
σχολείο μου πάω πέστε μου τι θες να κάμω;
-Αφού
πηγαίνεις στο σχολειό, πες μας την Άλφα - Βήτα,
Νάχης τον
Θεό βοήθεια…
Και στο
ραβδί του ακούμπησε να πει την Άλφα - Βήτα,
Ωσάν Άγιος
που ήταν.
Χλωρό
ραβδί, ξερό ραβδί, χλωρά βλαστάρια πέτα,
Κι απάνω
στα βλαστάρια του, μαύρα είν΄ τα μάτια του,
Πέρδικες
κελαδούσαν
Δεν ήσαν
μόνον πέρδικες, γαριφαλιές λεβέντικες
Μον΄ και
περιστεράκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια.
ΠΑΙΝΕΜΑΤΑ
Εσένα
αφέντη πρέπει σου καρέγλα βελουδένια
Για ν΄
ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια.
Πολλά
΄παμε τα΄ αφέντη μας ας πούμε της κυράς
Κυρά
λιγνή, κυρά ψηλή κυρά γαϊτανοφρύδα
Πουχεις
τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
Και του
κοράκου το φτερό έχεις γατανοφρύδι.
Πολλά
΄παμε και της κυράς ας πούμε και στην κόρη.
Έχεις και
γιο και μονογυιό, το γιο τον κανακάρη
Αν είναι
και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει
αμπέλια ατρύγητα κι αμπέλια τρυγημένα
Γυρεύει
και τη θάλασσα μ΄ όλα της τα καράβια
Γυρεύει
και τον κυρ Βοριά να τα καλαρμενίζει.
Πολλά
΄παμε της κόρης μας ας πούμε και του γιου μας,
Έχεις και
γιο και μονογυιό, το γιο τον κανακάρη
Που
λούζεται, χτενίζεται και στο σχολειό πηγαίνει
Τον έβγαλε
ο δάσκαλος να πει την άλφα - βήτα
Και ξέφυγε
το χέρι του και έχυσε το μελάνι
Και λέρωσε
τα ρούχα του τα καλοκεντημένα.
Δεν έχω
άλλα να σου πω, μόνο να ζεις και νάσαι
Τον άνδρα
σου να χαίρεσαι και καλομοίρα να΄σαι.
ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ:
Σήμερα είν'
τα Φώτα κι ο φωτισμός, η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός (δις).
Κάτω στον
Ιορδάνη τον ποταμό κάθεται η Παναγία η Δέσποινα.
Με τα
θυμιατήρια στα δάχτυλα και τον Άγιο Γιάννη παρακαλεί:
_Άγιε μου
Γιάννη και Πρόδρομε, δύνασαι βαφτίσεις θεού παιδί,
και να
παραδώσεις Χριστού ψυχή;
_Δύναμαι
και θέλω και προσκυνώ και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Αύριο θ'
ανέβω στους ουρανούς, να καταπατήσω τα είδωλα…
Τα
παιδιά τραγουδούσαν σκωπτικούς στίχους, όταν κάποια πόρτα παρέμενε
κλειστή και οι νοικοκυραίοι δεν άνοιγαν, για να μη δώσουν το μποναμά
τους στα παιδιά:
Τόσο βαρύ
'ναι το πάπλωμα και δεν παίρνεις χαμπάρι
Κι απ' έξω
από την πόρτα σου, καράβι βολτετσάρει.
Τόσα
τραγούδια είπαμε κι η πόρτα δεν έχει ανοίξει
Αν τα
'λεγα στον ουρανό, χρυσάφι θα 'χε ρίξει.
«ΣΠΑΡΓΑΝΑ»
(Ζαγόρι
Ηπείρου). Τηγανίτες, με πολλά καρύδια επάνω, τις οποίες
φτιάχνουν τα ξημερώματα των Χριστουγέννων.
«ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΑ» Έθιμο πανάρχαιο, με θυσιαστικό χαρακτήρα, προς τιμή του Κρόνου, που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση καλής εσοδείας. Αυτός ο χαρακτήρας, τα μαντέματα κι άλλες μαγικές ενέργειες τα καθιστούν από τα πιο ενδιαφέροντα έθιμα του λαϊκού εορτολογίου.
Η σφαγή του χοίρου στο τέλος του έτους ή σε άλλες σημαντικές για την καλοχρονιά περιστάσεις-απόκριες, ημέρα του Αγ. Φιλίππου-είναι αρχαία συνήθεια του ελληνορωμαϊκού κόσμου, που επέζησε μέσα στους αιώνες.
Η εκτροφή χοίρου εξασφάλιζε στην οικογένεια κρέας και λίπος για ολόκληρη τη χρονιά. Κάθε αγροτική οικογένεια, εκτός από τις πολύ φτωχές, διατηρούσε έναν ή περισσότερους χοίρους. Ήταν πλήγμα η αδυναμία εκτροφής τουλάχιστον ενός χοίρου.
Το σφάξιμο γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και ήταν έργο του αρχηγού της οικογένειας. Ο θύτης πριν από το πλήγμα, χάραζε το σημείο του σταυρού στο λαιμό του ζώου, ενώ κάποιος από τους παριστάμενους έλεγε το «Πιστεύω» ή το «Πάτερ ημών». Από το αίμα του ζώου «έγραφαν» ένα σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών ή και των ζώων-για τον πονοκέφαλο ή τη θερμασιά, αντίστοιχα. Επίσης, στον Εγρήγορο της Ρόδου, άλειφαν τα πέλματα των ποδιών για να μην ξεπαγιάζουν, σαν φάρμακο για τις χιονίστρες. Κάρφωναν το ρύγχος του χοίρου στον τοίχο ή επάνω από την πόρτα για να αποδιώχνει τους καλικάντζαρους κι από τη σπλήνα και το συκώτι του, μάντευαν το μέλλον της οικογένειας. Τέλος θυμιάτιζαν το ζώο με λιβάνι και χαμομήλι, και έβαζαν στο στόμα του ένα από τα πόδια του. Όλες αυτές οι δραστηριότητες είχαν καθαρτήριες & αποτρεπτικές ιδιότητες.
«ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ». Το σύμβολο της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων, αποτελεί ιδιαίτερη φροντίδα κάθε νοικοκυράς. Το σχήμα του συνήθως είναι στρογγυλό, υπάρχουν όμως και διαφοροποιήσεις κατά τόπους. Π.χ. στην Ιθάκη είναι μακρόστενο και σχηματίζει τη μορφή μικρού παιδιού που παριστάνει το Χριστό στα σπάργανα όπως λένε, ενώ στην Πετρούσα της Δράμας, πάνω στο ολοστρόγγυλο ψωμί πλάθουν και τοποθετούν στη μέση και ένα μικρότερο. Το μεγάλο κουλούρι συμβολίζει τη σπηλιά που γεννήθηκε ο Χριστός, το δε μικρό τον ίδιο τον Χριστό. Ιδιαίτερα προσεγμένη και η διακόσμησή του: Συνήθως στη μέση της επιφάνειά του κολλούν ένα σταυρό από ζυμάρι, στο κέντρο και στις άκρες του οποίου βάζουν καρύδια και αμύγδαλα, σύμβολο πλούσιας καρποφορίας. Επίσης τα σχέδια του έχουν άμεση σχέση με την ασχολία του νοικοκύρη: βόδια, αλέτρι και αλώνι (αν είναι γεωργός), πρόβατα, κατσίκια και στάνη (αν είναι τσοπάνης), κυρίως οι Σαρακατσάνοι. Το Χριστόψωμο κατέχει ξεχωριστή θέση στο τραπέζι, το οποίο σε αρκετά μέρη στρώνεται από την παραμονή και λέγεται και «τραπέζι της Παναγιάς».
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ. Σύμφωνα με τους περισσότερους λαογράφους, το έθιμο αυτό ήρθε στην Ελλάδα, μάλλον, την εποχή του Όθωνα (πρώτα στο Ναύπλιο και μετά στην Αθήνα), από τη δύση (Γερμανία ή Αγγλία). Προϋπήρχε όμως στο Βυζάντιο από τον 6ο αιώνα. Παλαιότερα για τη διακόσμηση των σπιτιών χρησιμοποιούσαν κλαριά από δέντρα. Η χρήση τους συμβόλιζε το τέλος του χειμώνα, την αναβλάστηση και την καινούργια ζωή, γι' αυτό και τα κλαριά έπρεπε να είναι καταπράσινα και από φυτά αειθαλή. Τα κλαριά (δάφνης, λεμονιάς, κουμαριάς, σκίνου, μυρτιάς και ελιάς) στολίζονταν με φρούτα, ξηρούς καρπούς και νομίσματα, τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο ή βαμμένα με χρυσομπογιά. Αργότερα, οι πραματευτάδες (γυρολόγοι) πούλαγαν στα πανηγύρια και στα παζάρια στολίδια του δέντρου από χαρτί, ζυμάρι και γύψο. Ειδικά για τα γύψινα στολίδια χρησιμοποιούσαν γερμανικές σιδερένιες φόρμες για σοκολάτες και έφτιαχναν τα ζώα της φάτνης, αγιοβασίληδες κ.α., που τα χρωμάτιζαν με όμορφα χρώματα και τα πουλούσαν στους πάγκους τους μαζί με τα παιχνίδια.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΞΥΛΟ (Μακεδονία). Στα χωριά της Β. Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών, ο νοικοκύρης έψαχνε στα χωράφια και διάλεγε το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο, από πεύκο ή ελιά και το πήγαινε στο σπίτι του. Αυτό ονομαζόταν Χριστόξυλο και ήταν το ξύλο που θα έκαιγε για όλο το Δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα φώτα) στο τζάκι του σπιτιού.
Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φρόντιζε να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθάριζαν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι.
Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα ήταν μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης θα άναβε την καινούργια φωτιά και έμπαινε στην πυροστιά το Χριστόξυλο.
Ο λαός λέει, ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να καίει το Χριστόξυλο μέχρι τα φώτα.
«ΤΑ ΚΑΡΥΔΙΑ» (Ήπειρος). Την ημέρα των Χριστουγέννων, τα παιδιά, κορίτσια και αγόρια, παίζουν το παιχνίδι «ΚΑΡΥΔΙΑ». Το παιχνίδι είναι ομαδικό και παίζεται ως εξής:
Κάποιο παιδί χαράζει μ' ένα ξυλάκι στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ' αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή - σειρά των καρυδιών, σκυφτός, με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, σημαδεύει κάποιο από τη σειρά των καρυδιών.
Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή, το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά, σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχιζόταν μέχρι να τελειώσουν όλα τα καρύδια της σειράς…
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ (31/12). Τα παιδιά άφηναν μπροστά από το τζάκι τα παπούτσια τους ή αν δεν άναβε, κρεμούσαν εκεί τις κάλτσες τους. Υποτίθεται ότι, εκεί θα άφηνε ο Αγ. Βασίλης τα δώρα τους. Σήμερα πια, τα δώρα των παιδιών, τοποθετούνται κάτω απ' το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
«ΟΙ ΚΟΛΟΝΙΕΣ» (Κεφαλονιά). Στην Κεφαλονιά, καθώς και στ' άλλα Επτάνησα, οι κάτοικοι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το βράδυ, γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του νέου χρόνου, κατεβαίνουν στους δρόμους, κρατώντας μπουκάλια με κολόνιες και ραίνουν ο ένας τον άλλον τραγουδώντας:
«ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΑ» Έθιμο πανάρχαιο, με θυσιαστικό χαρακτήρα, προς τιμή του Κρόνου, που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση καλής εσοδείας. Αυτός ο χαρακτήρας, τα μαντέματα κι άλλες μαγικές ενέργειες τα καθιστούν από τα πιο ενδιαφέροντα έθιμα του λαϊκού εορτολογίου.
Η σφαγή του χοίρου στο τέλος του έτους ή σε άλλες σημαντικές για την καλοχρονιά περιστάσεις-απόκριες, ημέρα του Αγ. Φιλίππου-είναι αρχαία συνήθεια του ελληνορωμαϊκού κόσμου, που επέζησε μέσα στους αιώνες.
Η εκτροφή χοίρου εξασφάλιζε στην οικογένεια κρέας και λίπος για ολόκληρη τη χρονιά. Κάθε αγροτική οικογένεια, εκτός από τις πολύ φτωχές, διατηρούσε έναν ή περισσότερους χοίρους. Ήταν πλήγμα η αδυναμία εκτροφής τουλάχιστον ενός χοίρου.
Το σφάξιμο γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και ήταν έργο του αρχηγού της οικογένειας. Ο θύτης πριν από το πλήγμα, χάραζε το σημείο του σταυρού στο λαιμό του ζώου, ενώ κάποιος από τους παριστάμενους έλεγε το «Πιστεύω» ή το «Πάτερ ημών». Από το αίμα του ζώου «έγραφαν» ένα σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών ή και των ζώων-για τον πονοκέφαλο ή τη θερμασιά, αντίστοιχα. Επίσης, στον Εγρήγορο της Ρόδου, άλειφαν τα πέλματα των ποδιών για να μην ξεπαγιάζουν, σαν φάρμακο για τις χιονίστρες. Κάρφωναν το ρύγχος του χοίρου στον τοίχο ή επάνω από την πόρτα για να αποδιώχνει τους καλικάντζαρους κι από τη σπλήνα και το συκώτι του, μάντευαν το μέλλον της οικογένειας. Τέλος θυμιάτιζαν το ζώο με λιβάνι και χαμομήλι, και έβαζαν στο στόμα του ένα από τα πόδια του. Όλες αυτές οι δραστηριότητες είχαν καθαρτήριες & αποτρεπτικές ιδιότητες.
«ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ». Το σύμβολο της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων, αποτελεί ιδιαίτερη φροντίδα κάθε νοικοκυράς. Το σχήμα του συνήθως είναι στρογγυλό, υπάρχουν όμως και διαφοροποιήσεις κατά τόπους. Π.χ. στην Ιθάκη είναι μακρόστενο και σχηματίζει τη μορφή μικρού παιδιού που παριστάνει το Χριστό στα σπάργανα όπως λένε, ενώ στην Πετρούσα της Δράμας, πάνω στο ολοστρόγγυλο ψωμί πλάθουν και τοποθετούν στη μέση και ένα μικρότερο. Το μεγάλο κουλούρι συμβολίζει τη σπηλιά που γεννήθηκε ο Χριστός, το δε μικρό τον ίδιο τον Χριστό. Ιδιαίτερα προσεγμένη και η διακόσμησή του: Συνήθως στη μέση της επιφάνειά του κολλούν ένα σταυρό από ζυμάρι, στο κέντρο και στις άκρες του οποίου βάζουν καρύδια και αμύγδαλα, σύμβολο πλούσιας καρποφορίας. Επίσης τα σχέδια του έχουν άμεση σχέση με την ασχολία του νοικοκύρη: βόδια, αλέτρι και αλώνι (αν είναι γεωργός), πρόβατα, κατσίκια και στάνη (αν είναι τσοπάνης), κυρίως οι Σαρακατσάνοι. Το Χριστόψωμο κατέχει ξεχωριστή θέση στο τραπέζι, το οποίο σε αρκετά μέρη στρώνεται από την παραμονή και λέγεται και «τραπέζι της Παναγιάς».
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ. Σύμφωνα με τους περισσότερους λαογράφους, το έθιμο αυτό ήρθε στην Ελλάδα, μάλλον, την εποχή του Όθωνα (πρώτα στο Ναύπλιο και μετά στην Αθήνα), από τη δύση (Γερμανία ή Αγγλία). Προϋπήρχε όμως στο Βυζάντιο από τον 6ο αιώνα. Παλαιότερα για τη διακόσμηση των σπιτιών χρησιμοποιούσαν κλαριά από δέντρα. Η χρήση τους συμβόλιζε το τέλος του χειμώνα, την αναβλάστηση και την καινούργια ζωή, γι' αυτό και τα κλαριά έπρεπε να είναι καταπράσινα και από φυτά αειθαλή. Τα κλαριά (δάφνης, λεμονιάς, κουμαριάς, σκίνου, μυρτιάς και ελιάς) στολίζονταν με φρούτα, ξηρούς καρπούς και νομίσματα, τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο ή βαμμένα με χρυσομπογιά. Αργότερα, οι πραματευτάδες (γυρολόγοι) πούλαγαν στα πανηγύρια και στα παζάρια στολίδια του δέντρου από χαρτί, ζυμάρι και γύψο. Ειδικά για τα γύψινα στολίδια χρησιμοποιούσαν γερμανικές σιδερένιες φόρμες για σοκολάτες και έφτιαχναν τα ζώα της φάτνης, αγιοβασίληδες κ.α., που τα χρωμάτιζαν με όμορφα χρώματα και τα πουλούσαν στους πάγκους τους μαζί με τα παιχνίδια.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΞΥΛΟ (Μακεδονία). Στα χωριά της Β. Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών, ο νοικοκύρης έψαχνε στα χωράφια και διάλεγε το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο, από πεύκο ή ελιά και το πήγαινε στο σπίτι του. Αυτό ονομαζόταν Χριστόξυλο και ήταν το ξύλο που θα έκαιγε για όλο το Δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα φώτα) στο τζάκι του σπιτιού.
Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φρόντιζε να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθάριζαν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι.
Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα ήταν μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης θα άναβε την καινούργια φωτιά και έμπαινε στην πυροστιά το Χριστόξυλο.
Ο λαός λέει, ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να καίει το Χριστόξυλο μέχρι τα φώτα.
«ΤΑ ΚΑΡΥΔΙΑ» (Ήπειρος). Την ημέρα των Χριστουγέννων, τα παιδιά, κορίτσια και αγόρια, παίζουν το παιχνίδι «ΚΑΡΥΔΙΑ». Το παιχνίδι είναι ομαδικό και παίζεται ως εξής:
Κάποιο παιδί χαράζει μ' ένα ξυλάκι στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ' αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή - σειρά των καρυδιών, σκυφτός, με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, σημαδεύει κάποιο από τη σειρά των καρυδιών.
Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή, το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά, σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχιζόταν μέχρι να τελειώσουν όλα τα καρύδια της σειράς…
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ (31/12). Τα παιδιά άφηναν μπροστά από το τζάκι τα παπούτσια τους ή αν δεν άναβε, κρεμούσαν εκεί τις κάλτσες τους. Υποτίθεται ότι, εκεί θα άφηνε ο Αγ. Βασίλης τα δώρα τους. Σήμερα πια, τα δώρα των παιδιών, τοποθετούνται κάτω απ' το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
«ΟΙ ΚΟΛΟΝΙΕΣ» (Κεφαλονιά). Στην Κεφαλονιά, καθώς και στ' άλλα Επτάνησα, οι κάτοικοι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το βράδυ, γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του νέου χρόνου, κατεβαίνουν στους δρόμους, κρατώντας μπουκάλια με κολόνιες και ραίνουν ο ένας τον άλλον τραγουδώντας:
«Ήρθαμε με
ρόδα και με ανθούς, να σας ειπούμε χρόνους πολλούς.»
Και η τελευταία ευχή του χρόνου που ανταλλάσσουν είναι:
«Καλή Αποκοπή», δηλ. με το καλό να αποχωριστούμε τον παλιό
χρόνο.
ΓΙΟΡΤΕΣ:
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (25/12). Η λύτρωση του ανθρώπου από την αμαρτία. Ο Υιός του Θεού έρχεται στη γη, δίνοντας τη μεγαλύτερη ευκαιρία στον άνθρωπο: να μπει στην Βασιλεία των Ουρανών… Πώς; Μα με… αγάπη! Η γέννηση του Χριστού κανονίστηκε το 354 μ.Χ. να εορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου, την ίδια μέρα που γιορταζόταν η γέννηση του παλαιού Θεού Μίθρα, του «αήττητου Θεού Ήλιου» που ήταν θεός όλων των ηλιακών θεοτήτων της ειδωλολατρίας. Με την αλλαγή και την στροφή των ανθρώπων προς άλλους θεούς, ο «Αήττητος Θεός Ήλιος», έπεσε και τη θέση του την πήρε ο «Ήλιος της Δικαιοσύνης» ο Χριστός.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
«Χιόνι του Δεκεμβριού, χρυσάφι του καλοκαιριού».
«Το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι».
«Η αγία Βαρβάρα βαρβαρώνει (το κρύο), ο αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο αϊ-Νικόλας παραχώνει».
«Να 'ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα και τα Λαμπρά βρεχούμενα, τα αμπάρια γεμισμένα».
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (25/12). Η λύτρωση του ανθρώπου από την αμαρτία. Ο Υιός του Θεού έρχεται στη γη, δίνοντας τη μεγαλύτερη ευκαιρία στον άνθρωπο: να μπει στην Βασιλεία των Ουρανών… Πώς; Μα με… αγάπη! Η γέννηση του Χριστού κανονίστηκε το 354 μ.Χ. να εορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου, την ίδια μέρα που γιορταζόταν η γέννηση του παλαιού Θεού Μίθρα, του «αήττητου Θεού Ήλιου» που ήταν θεός όλων των ηλιακών θεοτήτων της ειδωλολατρίας. Με την αλλαγή και την στροφή των ανθρώπων προς άλλους θεούς, ο «Αήττητος Θεός Ήλιος», έπεσε και τη θέση του την πήρε ο «Ήλιος της Δικαιοσύνης» ο Χριστός.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
«Χιόνι του Δεκεμβριού, χρυσάφι του καλοκαιριού».
«Το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι».
«Η αγία Βαρβάρα βαρβαρώνει (το κρύο), ο αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο αϊ-Νικόλας παραχώνει».
«Να 'ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα και τα Λαμπρά βρεχούμενα, τα αμπάρια γεμισμένα».
Λαογραφικά του μηνός Δεκεμβρίου http://oiax.blogspot.com/
Ο Δεκέμβριος είναι ο δωδέκατος και τελευταίος μήνας του ηλιακού μας έτους, αλλά ο δέκατος μήνας, όπως το λέει και το όνομά του (εκ του λατινικού decem = δέκα), από την πρωτοχρονιά της 1ης Μαρτίου, όταν το έτος των Ρωμαίων ήταν δεκάμηνο.
Στο Αττικό αρχαιοελληνικό ημερολόγιο ήταν ο έβδομος μήνας και ονομαζόταν «Ποσειδεών» ή «Ποσειδών» (16 Δεκ. – 15 Ιαν.), προς τιμήν του θεού της θάλασσας Ποσειδώνα. Αυτόν τον μήνα σύμφωνα με τις δοξασίες των Αρχαίων Αθηναίων, ο Ποσειδώνας με την Τρίαινά του, το σύμβολο της δυνάμεως και εξουσίας, συντάρασσε τις θάλασσες και προκαλούσε μεγάλες τρικυμίες όταν θύμωνε μαζί τους' γεγονός που φοβούνταν ιδιαίτερα για τα ταξίδια τους οι ναυτικοί.
Ως προς την πλευρά της αυστηρότητας ο Ποσειδών μπορεί να συσχετιστεί ως θαλασσινός θεός –προστάτης της θάλασσας– με τον δικό μας Άγιο Νικόλαο, ο οποίος τον αντικατέστησε στην πίστη του λαού. Οι Χριστιανοί ναυτικοί μας θεωρούν ότι οι δύσκολες ώρες της θάλασσας οφείλονται στον θυμωμένο άγιο Νικόλαο που είναι αγριεμένος μαζί τους. Για να τον εξευμενίσουν ρίχνουν στα τρικυμισμένα νερά λάδι από το καντήλι του Αγίου, κόλλυβα από αυτά που στέλνουν στην εκκλησία την ημέρα της γιορτής του, ψίχουλα, άρτο ή και μια μικρή εικόνα του. Τα σκορπούν στη θάλασσα και λέγουν: «Αϊ Νικόλα μου, και πάψε την οργή σου!»
Μία «σύγχρονη» ναυτική παράδοση για τον Αϊ Νικόλα τον Κυβερνήτη απ’τη θαλασσινή Μάνη:
«Τα καράβια και τα καϊκια, στα παλιά χρόνια, ταξίδευαν χωρίς τιμόνι (μόνο σε γαληνεμένη θάλασσα). Τη συγκοινωνία από το Διακόφτι στα Βάτικα, απέναντι, την έκανε ένας περάτης, άγνωστος, που δεν ήταν ντόπιος. Κάθε φορά όμως που σηκωνόταν τρικυμία (πολύ συχνά), το καράβι, χωρίς τιμόνι, τσακιζόταν στους βράχους και οι άνθρωποι πνίγονταν. Ο περάτης όμως δεν πάθαινε τίποτε και κάθε φορά παρουσιαζόταν με νέο καράβι. Ήταν δαίμονας που χαιρόταν για το κακό των ανθρώπων. Ώσπου κάποτε μπήκε επιβάτης και ένας γεράκος, με άσπρα μαλλιά και γένια. Κρατούσε και στο χέρι του ένα παράξενο ξύλο, που πλάταινε προς τα κάτω. Το καΐκι συνάντησε πάλι τρικυμία, οπότε ο γεράκος τρέχει και στερεώνει το ξύλο του στο πίσω μέρος, το κρατάει γερά (ήταν το πρώτο τιμόνι) και κυβέρνησε το πλοίο, ώστε να μην τσακιστεί στα βράχια. Οι άνθρωποι σώθηκαν, κι ο περάτης, από το κακό του εξαφανίστηκε. Την ίδια ώρα εξαφανίστηκε κι ο γεράκος, που ήταν ο άγιος Νικόλαος και νίκησε το δαίμονα, μαθαίνοντας και στους ναυτικούς το τιμόνι.»
Τα δημώδη ονόματα του Δεκεμβρίου είναι: Δεκέ(μ)βρης ή Δεκέμηρης, Γιορτινός (λόγω των πολλών εορτών), Αϊ-Νικολιάτης, Χριστουγεννιάτης, Χριστουγεννάς, Χιονιάς, Ασπρομηνάς κλπ.
Στη ζωή των Ελλήνων αγροτών τρεις είναι οι εμπειρίες που προεξάρχουν: το κρύο, το τέλος της σποράς, και η μείωση του φωτός.
Το κρύο συνδέεται με τρεις κυρίως γιορτές στην αρχή του Δεκέμβρη: της Αγίας Βαρβάρας (4), του Αγίου Σάββα (5) και του Αγίου Νικολάου (6) –τα λεγόμενα Νικολοβάρβαρα. Οι παροιμίες λένε: «Βαρβάρα βαρβαρώνει (το κρύο), αϊ Σάββας σαβανώνει, αϊ Νικόλας παραχώνει», «Αγία Βαρβάρα γέννησε (το χιόνι), άη Σάββας το δέχτει κι άη Νικόλας έτρεξε να πάει να το δαφτίσει (το βάφτισε χιόνι)». Αλλά και για τη χρονική εγγύτητα των τριών εορτών λέγεται:
«Αγια Βαρβάρα μίλησε και Σάββας αποκρίθει κι Αγιονικόλας έτρεξε να πάει να λειτουργήσει».
Οι γεωργοί θέλουν να ευχαριστήσουν τα ζώα τους (βόδια, άλογα) για τη βοήθεια που τους προσέφεραν στη σπορά και γι’αυτό τα γιορτάζουν στις 18 Δεκεμβρίου, του Αγίου Μοδέστου (στο συναξάρι του αναφέρεται ότι ανέστησε πολλά ζώα). Οι ζευγάδες ράντιζαν με τον αγιασμό τα σπαρμένα χωράφια, έριχναν κόλλυβα στη γη και τάιζαν τα ζώα τους μ’αυτά, αλλά και με άρτο (ύψωμα).
Ο Δεκέμβριος έχει τις μεγαλύτερες νύχτες. «Του Δεκέμβρη η μέρα, καλημέρα – καλησπέρα», λέει μια παροιμία. Ο Ήλιος έχει τώρα τη μεγαλύτερη απόκλιση νότια του ισημερινού, με αποτέλεσμα το βόρειο ημισφαίριο να φωτίζεται πολύ λιγότερο από το νότιο. Από τις 22 Δεκεμβρίου (μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο), η απόκλιση αρχίζει να λιγοστεύει, οπότε στο βόρειο ημισφαίριο η μέρα μεγαλώνει. Με το Ιουλιανό ημερολόγιο, το χειμερινό ηλιοστάσιο έπεφτε το 19ο αιώνα στις 9 Δεκεμβρίου (Αγ. Άννας). Παρετυμολογώντας, λοιπόν, το όνομα του Αγίου Σπυρίδων (12) έλεγαν: «Απ’του αγίου Σπυρίδωνα μεγαλώνει η μέρα κατά ένα σπυρί». Και στις 19 παραμονή του Αγ. Ιγνατίου, που η αύξηση του φωτός ήταν πια σημαντική, έλεγαν: «αύριο είναι ο άγιος Αγνάντιος' αγναντεύει ο ήλιος προς το καλοκαίρι».
Οι ευχές όλη τη διάρκεια του Δεκεμβρίου κυριαρχούν και καθορίζουν τόσο τις άφθονες εορτές του μήνα, όπως του Αγίου Ελευθερίου (15) και του Αγίου Διονυσίου (17) όσο και τα επικείμενα Χριστούγεννα (25), την πρώτη μέρα του Δωδεκαημέρου*, καθώς και τη διαβατήρια ώρα της μεταβάσεως στον καινούργιο χρόνο.
Ο Δεκέμβριος είναι ο δωδέκατος και τελευταίος μήνας του ηλιακού μας έτους, αλλά ο δέκατος μήνας, όπως το λέει και το όνομά του (εκ του λατινικού decem = δέκα), από την πρωτοχρονιά της 1ης Μαρτίου, όταν το έτος των Ρωμαίων ήταν δεκάμηνο.
Στο Αττικό αρχαιοελληνικό ημερολόγιο ήταν ο έβδομος μήνας και ονομαζόταν «Ποσειδεών» ή «Ποσειδών» (16 Δεκ. – 15 Ιαν.), προς τιμήν του θεού της θάλασσας Ποσειδώνα. Αυτόν τον μήνα σύμφωνα με τις δοξασίες των Αρχαίων Αθηναίων, ο Ποσειδώνας με την Τρίαινά του, το σύμβολο της δυνάμεως και εξουσίας, συντάρασσε τις θάλασσες και προκαλούσε μεγάλες τρικυμίες όταν θύμωνε μαζί τους' γεγονός που φοβούνταν ιδιαίτερα για τα ταξίδια τους οι ναυτικοί.
Ως προς την πλευρά της αυστηρότητας ο Ποσειδών μπορεί να συσχετιστεί ως θαλασσινός θεός –προστάτης της θάλασσας– με τον δικό μας Άγιο Νικόλαο, ο οποίος τον αντικατέστησε στην πίστη του λαού. Οι Χριστιανοί ναυτικοί μας θεωρούν ότι οι δύσκολες ώρες της θάλασσας οφείλονται στον θυμωμένο άγιο Νικόλαο που είναι αγριεμένος μαζί τους. Για να τον εξευμενίσουν ρίχνουν στα τρικυμισμένα νερά λάδι από το καντήλι του Αγίου, κόλλυβα από αυτά που στέλνουν στην εκκλησία την ημέρα της γιορτής του, ψίχουλα, άρτο ή και μια μικρή εικόνα του. Τα σκορπούν στη θάλασσα και λέγουν: «Αϊ Νικόλα μου, και πάψε την οργή σου!»
Μία «σύγχρονη» ναυτική παράδοση για τον Αϊ Νικόλα τον Κυβερνήτη απ’τη θαλασσινή Μάνη:
«Τα καράβια και τα καϊκια, στα παλιά χρόνια, ταξίδευαν χωρίς τιμόνι (μόνο σε γαληνεμένη θάλασσα). Τη συγκοινωνία από το Διακόφτι στα Βάτικα, απέναντι, την έκανε ένας περάτης, άγνωστος, που δεν ήταν ντόπιος. Κάθε φορά όμως που σηκωνόταν τρικυμία (πολύ συχνά), το καράβι, χωρίς τιμόνι, τσακιζόταν στους βράχους και οι άνθρωποι πνίγονταν. Ο περάτης όμως δεν πάθαινε τίποτε και κάθε φορά παρουσιαζόταν με νέο καράβι. Ήταν δαίμονας που χαιρόταν για το κακό των ανθρώπων. Ώσπου κάποτε μπήκε επιβάτης και ένας γεράκος, με άσπρα μαλλιά και γένια. Κρατούσε και στο χέρι του ένα παράξενο ξύλο, που πλάταινε προς τα κάτω. Το καΐκι συνάντησε πάλι τρικυμία, οπότε ο γεράκος τρέχει και στερεώνει το ξύλο του στο πίσω μέρος, το κρατάει γερά (ήταν το πρώτο τιμόνι) και κυβέρνησε το πλοίο, ώστε να μην τσακιστεί στα βράχια. Οι άνθρωποι σώθηκαν, κι ο περάτης, από το κακό του εξαφανίστηκε. Την ίδια ώρα εξαφανίστηκε κι ο γεράκος, που ήταν ο άγιος Νικόλαος και νίκησε το δαίμονα, μαθαίνοντας και στους ναυτικούς το τιμόνι.»
Τα δημώδη ονόματα του Δεκεμβρίου είναι: Δεκέ(μ)βρης ή Δεκέμηρης, Γιορτινός (λόγω των πολλών εορτών), Αϊ-Νικολιάτης, Χριστουγεννιάτης, Χριστουγεννάς, Χιονιάς, Ασπρομηνάς κλπ.
Στη ζωή των Ελλήνων αγροτών τρεις είναι οι εμπειρίες που προεξάρχουν: το κρύο, το τέλος της σποράς, και η μείωση του φωτός.
Το κρύο συνδέεται με τρεις κυρίως γιορτές στην αρχή του Δεκέμβρη: της Αγίας Βαρβάρας (4), του Αγίου Σάββα (5) και του Αγίου Νικολάου (6) –τα λεγόμενα Νικολοβάρβαρα. Οι παροιμίες λένε: «Βαρβάρα βαρβαρώνει (το κρύο), αϊ Σάββας σαβανώνει, αϊ Νικόλας παραχώνει», «Αγία Βαρβάρα γέννησε (το χιόνι), άη Σάββας το δέχτει κι άη Νικόλας έτρεξε να πάει να το δαφτίσει (το βάφτισε χιόνι)». Αλλά και για τη χρονική εγγύτητα των τριών εορτών λέγεται:
«Αγια Βαρβάρα μίλησε και Σάββας αποκρίθει κι Αγιονικόλας έτρεξε να πάει να λειτουργήσει».
Οι γεωργοί θέλουν να ευχαριστήσουν τα ζώα τους (βόδια, άλογα) για τη βοήθεια που τους προσέφεραν στη σπορά και γι’αυτό τα γιορτάζουν στις 18 Δεκεμβρίου, του Αγίου Μοδέστου (στο συναξάρι του αναφέρεται ότι ανέστησε πολλά ζώα). Οι ζευγάδες ράντιζαν με τον αγιασμό τα σπαρμένα χωράφια, έριχναν κόλλυβα στη γη και τάιζαν τα ζώα τους μ’αυτά, αλλά και με άρτο (ύψωμα).
Ο Δεκέμβριος έχει τις μεγαλύτερες νύχτες. «Του Δεκέμβρη η μέρα, καλημέρα – καλησπέρα», λέει μια παροιμία. Ο Ήλιος έχει τώρα τη μεγαλύτερη απόκλιση νότια του ισημερινού, με αποτέλεσμα το βόρειο ημισφαίριο να φωτίζεται πολύ λιγότερο από το νότιο. Από τις 22 Δεκεμβρίου (μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο), η απόκλιση αρχίζει να λιγοστεύει, οπότε στο βόρειο ημισφαίριο η μέρα μεγαλώνει. Με το Ιουλιανό ημερολόγιο, το χειμερινό ηλιοστάσιο έπεφτε το 19ο αιώνα στις 9 Δεκεμβρίου (Αγ. Άννας). Παρετυμολογώντας, λοιπόν, το όνομα του Αγίου Σπυρίδων (12) έλεγαν: «Απ’του αγίου Σπυρίδωνα μεγαλώνει η μέρα κατά ένα σπυρί». Και στις 19 παραμονή του Αγ. Ιγνατίου, που η αύξηση του φωτός ήταν πια σημαντική, έλεγαν: «αύριο είναι ο άγιος Αγνάντιος' αγναντεύει ο ήλιος προς το καλοκαίρι».
Οι ευχές όλη τη διάρκεια του Δεκεμβρίου κυριαρχούν και καθορίζουν τόσο τις άφθονες εορτές του μήνα, όπως του Αγίου Ελευθερίου (15) και του Αγίου Διονυσίου (17) όσο και τα επικείμενα Χριστούγεννα (25), την πρώτη μέρα του Δωδεκαημέρου*, καθώς και τη διαβατήρια ώρα της μεταβάσεως στον καινούργιο χρόνο.
Σχόλια